- φυλλωδία
- η, Ν(φυτοπαθ.) φαινόμενο μεταβολής τού άνθους ενός φυτού σε φυλλόμορφες δομές, οφειλόμενο συνήθως σε μόλυνση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phyllody].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια … Dictionary of Greek
ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια … Dictionary of Greek
ξηρόφιλα ή ξηρόφυτα — Φυτά που έχουν την ικανότητα να αναπτύσσονται και να προσαρμόζονται σε περιβάλλον πολύ ξηρό: συναντώνται στη χλωρίδα όλων των περιοχών που είναι άγονες εξαιτίας της ξηρασίας του εδάφους και της ατμόσφαιρας (έρημοι, στέπες, σαβάνες, ερείπια,… … Dictionary of Greek